Jump to content
Shipfriends

Ηλίας Λ ή "Άμα δε σε θέλει η θάλασσα"


Recommended Posts

«ΗΛΙΑΣ Λ.» ή ΑΜΑ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

του Κωνσταντίνου Φιλίππου

Διπλ. Ναυπηγού & Μηχανολόγου Μηχανικού

Κάποτε ζούσε ο καπετάν Δημήτρης Λαιμός. Ήταν ένας ευσυνείδητος μικρός πλοιοκτήτης, στην Κολοκοτρώνη 100, στον Πειραιά. Τα πλοία του τα διατηρούσε σε άριστη κατάσταση και συμπονούσε τα πληρώματά του. Είχε ένα πλοίο, το “Elias L.”. Ιδού η ιστορία του :

Ο καπετάν Μήτσος με ειδοποίησε μία ημέρα του Απριλίου 1971 να ταξιδεύσω επειγόντως έως το Lobito της τότε πορτογαλικής Αγκόλας διότι το πλοίο είχε συγκρουσθεί με κάποιο Ρωσικό αλιευτικό εργοστάσιο και είχε υποστεί μεγάλη ζημία. Πράγματι, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι μέσω Johannesburg και Luanda έφθασα στον προορισμό μου.

Το Lobito, μία συμπαθής αποικιακή κηπούπολη, που κατοικούσαν κυρίως Πορτογάλοι, φυσικά δεν παρείχε ευκολίες για επισκευές πλοίων. Το πλοίο, από την σύγκρουση, είχε χάσει όλο το πρωραίο του τμήμα και επέπλεε μόνον χάρη στην ακεραιότητα της φρακτής συγκρούσεως. Ήταν όμως έμφορτο και η αντοχή της φρακτής ήταν έντονα αμφίβολος.

Η κατεστραμένη πρώρα του «Ηλίας Λ.»

Σε σιδεράδικα της περιοχής ανακαλύφθηκαν μερικά δοκάρια και λαμαρίνες, ενώ αυτοσχεδιάζοντας με κάποιους Αγκολέζους κατόρθωσα να δημιουργήσω ένα συνεργείο και να ενισχυθεί η φρακτή, ώστε να επιτρέψει στο πλοίο να πάει στον προορισμό του για εκφόρτωση και μετά στα ναυπηγεία Ελευσίνος για την κατασκευή νέας πρώρας. Η επί 15ενθήμερο παραμονή του πλοίου στο Lobito, εκτός από τις δυσκολίες της δουλειάς μου άφησαν γραμμένα στη μνήμη μου δύο αναμνήσεις:

Η πρώτη ήταν το τραίνο που έφθανε δύο φορές την εβδομάδα, διασχίζοντας εγκαρσίως όλη την Αφρική, από την πορτογαλική Μοζαμβίκη, με ασθμαίνουσα ατμομηχανή τύπου «Far West», με απαστράπτοντα μπρούτζινα εξαρτήματα αλλά και με πολύ μαύρο καπνό, και τα ξύλινα Wagons Lits, για τους λευκούς επιβάτες, με άσπιλους μαύρους συνοδούς, με λευκό σακάκι και ψηλό κολάρο, και τα άθλια βαγόνια με ξύλινους πάγκους για τους ιθαγενείς έγχρωμους κατοίκους.

Η δεύτερη ήταν όταν τα τρόφιμα του πλοίου άρχισαν να λιγοστεύουν και για τον λόγο αυτό το πλήρωμα, με τα έξοδα πληρωμένα φυσικά, έτρωγε έξω σε ταβέρνες και έτρωγε ότι υπήρχε εν αφθονία στην τοπική αγορά, αστακούς, γαρίδες, ωραιότατα ψάρια, ανανάδες, μάγκο, μπανάνες κλπ, δηλαδή ότι στην Ελλάδα θα εθεωρείτο πιο εκλεκτό. Την δεύτερη εβδομάδα οι καλοί αυτοί Έλληνες απέτισαν την εφαρμογή του διαιτολογίου της Συμβάσεως.....!!!!

Τελικά η φρακτή ενισχύθηκε και, με χαμηλή ταχύτητα, το πλοίο, μετά την εκφόρτωση επισκευάσθηκε στην Ελλάδα. Όσο και αν η ασφάλεια εκάλυψε τα έξοδα των ζημιών η απώλεια από τους ναύλους ήταν ένα πρώτο πλήγμα για τον καπετάν Μήτσο.

Με την ευκαιρία της παραμονής του πλοίου στο ναυπηγείο έγινε, με χαμηλό κόστος, και η μετατροπή του από “Open Shelter Decker” σε “Closed Shelter Decker”, με αποτέλεσμα την αύξηση της μεταφορικής του ικανότητας.

Λίγο καιρό μετά, στις 6 Οκτωβρίου 1972, λαμβάνω πάλι εντολή από τον καπετάν Μήτσο να πάω στην Tanga της Τανζανίας γιατί ένας κύλινδρος της μηχανής, τύπου Doxford, είχε ρήγμα και έπρεπε να αλλαχθεί. Εκεί το πλοίο ξεφόρτωνε.

Ομοίωμα μηχανής Doxford που εκτίθεται στο Βιομηχανικό

μουσείο Ερμουπόλεως

Έφθασα σε έναν τόπο, όπου ευρίσκετο υπό ερυθράν τρομοκρατία. Παντού παρόντες ένοπλοι αγριωποί Τανζανοί, που πιστεύω ότι πρώτα θα πυροβολούσαν και μετά θα ερωτούσαν ποιός είσαι!

Κατέλυσα στο μοναδικό αξιοπρεπές ξενοδοχείο, ένα αποικιακού ρυθμού παλαιό οικοδόμημα, με βεράντες γύρω-γύρω, λευκούς τοίχους, όπου συνεχώς περιπολούσαν σαμιαμίδια και άλλα τινά, ίσως και φίδια, κρεβάτια με κουνουπιέρες και μεγάλο ανεμιστήρα στη μέση. Το ξενοδοχείο αυτό ανήκε σε Ελληνίδες κυρίες.

Στην περιοχή, σε απόσταση 100 και πλέον χιλιομέτρων, κατοικούσαν ακόμα κάπου 80 Ελληνικές οικογένειες, ασχολούμενες με τις φυτείες καφέ, ότι είχε απομείνει από μία μεγάλη ανθούσα ελληνική παροικία.

Με το που έγινε γνωστόν ότι Έλληνες, 30 περίπου ναυτικοί, ήσαν στο λιμάνι, τα μέλη της παροικίας αυτής άρχισαν να καταφθάνουν από όλες τις περιοχές για να μας περιποιηθούν και να μάθουν νέα από την πατρίδα, που λόγω της καταστάσεως, ήσαν πολύ περιορισμένα γι’αυτούς. Μέχρι και χορό οργάνωσαν ένα βράδυ στο ξενοδοχείο.

Το να αλλάξει ο σπασμένος κύλινδρος της μηχανής στην Tanga ήταν αδύνατο, αφού εξ άλλου η παράδοση νέου από την Αγγλία ήθελε αρκετό χρονικό διάστημα.

Εξ άλλου η επικοινωνία με τον Πειραιά ήταν μία μεγάλη περιπέτεια αναμονής, ωρών ή και ημερών, δίπλα στο τηλέφωνο ή στο τελέξ.

Έτσι μετά την εκφόρτωση το πλοίο, σιγά-σιγά έπλευσε στην γειτονική Mombasa, της Κένυα, όπου υπήρχε ελπίς ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες.

Εγώ για να πάω στη Mombasa θα έπρεπε, συνοδευόμενος από έναν Τανζανό, κατ’όνομα δήθεν «διευθυντή» του πρακτορείου του πλοίου, με ταξί, να ταξιδεύσω δύο ημέρες, στο εσωτερικό της χώρας, περνώντας από τις παρυφές του Kilimanjaro και μέσω Arusha και της χώρας των υπερήφανων Μασάϊ να φθάσω στο μοναδικό σημείο διαβάσεως από την Τανζανία στην Κένυα.

Το ταξίδι αυτό υπήρξε επεισοδιακό, γιατί το παμπάλαιο ταξί εχάλασε καθ’οδόν και άρχισε να βράζει το ψυγείο του. Είχε ήδη νυκτώσει και, μέσα στην έρημο ο οδηγός και «διευθυντής» έφυγαν εις άγραν νερού, ενώ παρέμεινα με την εντολή να μην βγω από το αυτοκίνητο. Η ώρα περνούσε, εγώ ανησυχούσα και βγήκα να ξεμουδιάσω όταν αντιλαμβάνομαι θορύβους πίσω από κάτι θάμνους. Μία κουστωδία μισόγυμνων μαύρων με κοιτούσαν και άρχισαν να πλησιάζουν με αδιευκρίνιστες προθέσεις… Ευτυχώς εκείνη την κρίσιμη στιγμή επέστρεψαν οι δικοί μου και κάθε περαιτέρω τυχόν δυσάρεστη εξέλιξη ματαιώθηκε.

Το ταξί ενδεχομένως προωθήθηκε σε συνεργείο, δεν θυμάμαι που και εμείς, εν αναμονή της επισκευής του καταλύσαμε στο πρώτο τότε κατάλυμα «πολυτελείας» που είχε γίνει για τους τουρίστες, κοντά στη Lake Manyara.

Έτσι είχα την ευκαιρία να κάνω και ένα σαφάρι, που μου έμεινε αξέχαστο, με τα τόσα ελεύθερα άγρια ζώα που είδα και την αψιμαχία που είχαμε με μία οικογένεια ελεφάντων που είχε αντίθετη άποψη για την παρουσία μας στην περιοχή....!!!

Δεύτερο σαφάρι έκανα και στην Κένυα, αλλά δεν είχε την ομορφιά του προηγουμένου.

Στο ταξίδι αυτό, κάτω από την σκιά του Kilimanjaro, σε μία στροφή του δρόμου, σταματήσαμε σε ένα πανδοχείο για λίγη ανάπαυση και φαγητό και, ω του θαύματος, οι ιδιοκτήτες ήταν μία......Ελληνική οικογένεια! Η συγκίνηση αυτών των ανθρώπων που με είδαν ήταν πολύ μεγάλη και θα μου μείνει αξέχαστη.

Στη Mombasa, το πλοίο έμεινε αγκυροβολημένο σε ένα κόλπο, όπου τις 12 ώρες επήγαινες επάνω με βάρκα και τις άλλες 12 περπατώντας, γιατί είχε άμπωτη.

Το πλήρωμα για να αλλάξει τον σπασμένο κύλινδρο είχε πλήρη άγνοια, και αυτό δεν ήταν κατακριτέο για τις δύσκολες αυτές μηχανές Doxford.

Στο λιμάνι υπήρχε ένα μοναδικό συνεργείο, ένα είδος μάντρας με σκέπαστρο, που ανήκε σε Σκωτσέζο, συνεχώς μεθυσμένο, τον John Grossert.

Με αυτές τις συνθήκες, με καμιά τριανταριά ανίκανους εργάτες, που ο καθένας τριγύριζε με ένα εργαλείο στο χέρι χωρίς να ξέρει τι να κάνει, αλλά με ένα μοναδικό μαύρο στιβαρό αρχιεργάτη, που ήταν ο μόνος που πραγματικά ήξερε τη δουλειά του και τον Α’ μηχανικό του πλοίου, με χίλια βάσανα και κόπους τελικά αντικαταστάθηκε ο κύλινδρος και το πλοίο έφυγε για φόρτωση κι εγώ για το γραφείο μου και σπίτι μου.

Στη Mombasa έγινε και το ευτράπελο περιστατικό με τον Α. Γκιώνη, Έλληνα τροφοδότη πλοίων, κατ’ ευφημισμό, χωρίς άδεια από τις αρχές, που αφού επήρε την μακριά λίστα τροφίμων που ζητούσε ο μάγειρας, την επομένη το πρωϊ, έφερε σάκους και σάκους φρέσκα κρεμμυδάκια και μόνον. Στην σχετική παρατήρηση του καπετάνιου απήντησε «Καπετάνιο, ξημερώματα ήμουν στους αγρούς και είδα αυτά τα ολόφρεσκα κρεμμυδάκια, τα λαχτάρισα και είπα να σας τα φέρω για να σ’ευχαριστήσω!!!!»

Αλλά οι ατυχίες του πλοίου αυτού δεν ετελείωσαν εδώ. Λίγο αργότερα το πλοίο φορτωμένο με «beans» έφθασε για να ξεφορτώσει στο Ipswich της Αγγλίας, όπου ανακαλύφθηκε ότι, λόγω ελλείψεως ικανοποιητικού αερισμού των κυτών, οι φασίολοι είχαν υπερθερμανθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και στο πλοίο, πρακτικά, υπήρχε φωτιά, χωρίς φλόγα.

Όταν έφθασα εκεί, πάλι μετά από παράκληση του καπετάν Μήτσου, οι πυροσβέστες είχαν ρίξει τόσο πολύ νερό ώστε το πλοίο είχε καθίσει στον βούρκο του λιμανιού, δίπλα στην προβλήτα.

Το να ξεφορτωθεί το καμένο φορτίο, που ανήκε σε δεκάδες διάφορους παραλήπτες, από εργάτες που εξεβίαζαν για πολλές υπερωρίες και «bonus», λόγω της κατάστασης του φορτίου, της πολυπλοκότητας του επιμερισμού του και της δυσκολίας απομάκρυνσης και διάθεσής του εδημιούργησαν τεράστια προβλήματα και δυσβάστακτα έξοδα για την πλοιοκτησία, μία και οι εμπλεκόμενοι ασφαλιστές και P+I Clubs τα αντιμετώπιζαν με πολλά προσκόμματα και καθυστερήσεις.

Με την πρόοδο της εκφορτώσεως έγινε αντιληπτό ότι οι υψηλές θερμοκρασίες στα κύτη είχαν παραμορφώσει το κατάστρωμα του υποφράγματος, τις κολώνες και τα δοκάρια στηρίξεως και το σκάφος έχρηζε μεγάλης ανακατασκευής.

Εξ άλλου το κάθισμά του στο βούρκο είχε σαν συνέπεια, μέσω των αναρροφήσεων θαλάσσης, να γεμίσουν όλες οι σωληνώσεις, ψυγεία και, μηχανήματα με λάσπη και να χρήζουν εκτεταμένης εξαρμώσεως, καθαρισμού κλπ.

Τελικά το πλοίο ρυμουλκήθηκε στο Αμβούργο, εάν θυμάμαι καλά, για γενική επισκευή. Κάπου εκεί νομίζω ότι ο καπετάν Μήτσος το επώλησε, οικονομικά κατεστραμμένος, και έκλεισε το γραφείο του, με χαμένους τους κόπους ετών και ετών στη θάλασσα και στην ξηρά.

Σε σχετικά μικρό διάστημα μετά έχασε και την ζωή του.

Λυπήθηκα πάρα πολύ για τα όσα ετράβηξε ο καλός αυτός άνθρωπος και ευσυνείδητος πλοιοκτήτης.

Άμα δεν σε θέλει η θάλασσα δεν σε θέλει η άτιμη......!!!!!.

Link to comment
Share on other sites

Create an account or sign in to comment

You need to be a member in order to leave a comment

Create an account

Sign up for a new account in our community. It's easy!

Register a new account

Sign in

Already have an account? Sign in here.

Sign In Now
×
×
  • Create New...