Jump to content
Shipfriends

Γιάννης Μαγκλής - "Οι κολασμένοι της θάλασσας" (Λογοτεχνικό απόσπασμα)


Recommended Posts

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «ή τομάρι ή σφουγγάρι» στο thread "Ναυτιλιακά Βιβλία/Βιβλιοπωλεία" θα ήθελα να σας παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα πολυαγαπημένο μου βιβλίο, το "Οι κολασμένοι της θάλασσας" του Καλύμνιου συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή.

Ο Γιάννης Μαγκλής γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1909 και πέθανε στην Κηφισιά τον Απρίλιο του 2006. Στο συγγραφικό του έργο -σχεδόν στο σύνολο του- ασχολείται με τους απλούς ανθρώπους της θάλασσας, την ζωή τους, τις ασχολίες τους, τις καθημερινές χαρές αλλά και τα προβλήματα τους. Ενώ θεωρείται ο κατ' εξοχήν συγγραφέας που κατέγραψε την ζωή των σφουγγαράδων. Μεγάλη επιρροή δέχθηκε από τον μεγάλο μας Νίκο Καζαντζάκη, τον οποίο θαύμαζε και μοιράστηκε μαζί του μία μεγάλη φιλία, και ο οποίος Καζαντζάκης ήταν αυτός που τον προέτρεψε και τον ενέπνευσε για να ασχοληθεί με την συγγραφή βιβλίων. Ο Γιάννης Μαγκλής τιμήθηκε με κρατικά βραβεία λογοτεχνίας (1957, 1958, 1974). Το 1982 τιμήθηκε με Χρυσό Mετάλλιο από τον δήμο Καλύμνου και το 1983 από την Ακαδημία Κλασικής Ποίησης της Γαλλίας.

Γνώρισα και αγάπησα τον Γιάννη Μαγκλή από τα παιδικά μου χρόνια, όταν "ανακάλυψα" ανάμεσα στα βιβλία του πατέρα μου τους "Κολασμένους..." που με ταξίδεψαν στην Κάλυμνο και στις ιστορίες των σφουγγαράδων, και μετέπειτα διαβάζοντας τα εξαιρετικά του βιβλία, "Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου", "Τα αδέλφια μου οι άνθρωποι", "Ο ήλιος δεν βασίλεψε ακόμα", "Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί", "Ο αγέρας χτύπαγε την πόρτα μας" κ.α.

ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ - Απόσπασμα από το διήγημα "ΘΩΡΗΣ Ο ΣΤΕΝΟΚΑΡΔΟΣ".

"..... Πάλι πέρασε ο χειμώνας κι ήρτανε τα καίκια. Τα καφενεία γιομίσανε ξανά ετοιμοθάνατους. Η βόχα έτρεξε ασυλλόγιστα κι απ' όλα τα στόματα η θλιβερή ευχή ακουγόταν. "Εβίβα παιδιά. Πολλά σφουγγάρια και ρηχά." Λέγανε τούτο ένεκα που τα νερά της Ντέρνας είναι τα πιό βαθιά από όλη την κουστέρα της Αφρικής. Σαν τέλος πάντων οι καπεταναίοι ετοιμάσανε τα χαρτιά μπήκαμε στα τρεχαντήρια και μπαρκάραμε. Τις πρώτες μέρες η δουλειά πάει σιγά, ως να συνηθίσουν τα πλεμόνια. Μα στις δέκα ημέρες απάνω παύουν οι κουβέντες, ο καπετάνιος είναι αγέλαστος, σκληρός κι όλη μέρα βλαστημά. Μιά λύσσα, ο συναγωνισμός, μας καβαλικεύει κι ορκιζόμαστε : γιά σφουγγάρι, για τομάρι.

Αφήκαμε πλιά τ' άσπρα νερά και μπήκαμε στα πράσινα, δηλαδή πιάσαμε τις τριάντα οργιές, μα πάνω στο μήνα αφήκαμε τα πράσινα και μπήκαμε στα γαλανά, πιάσαμε τις σαράντα-σαρανταπέντε. Στο βάθος αυτό όπως θα ξέρεις, ο δύτης δεν πρέπει να μένει παραπάνω από τρία λεφτά στην κάθε βουτιά, μ' αυτός που κρατά το ματζαρόλι (χρονόμετρο) είναι άνθρωπος του καπετάνιου και τόνα λεφτό άμα του βαστά το κάνει δυό. έτσι κάθε φορά που νοιώθεις το ανατριχιαστικό στρούφιγμα της περικεφαλαίας, κάνεις δειλά τον σταυρό σου και με καρδιοχτύπι αναρωτιέσαι: Είναι για τούτη τη βολά ή για την άλλη; Και πάλι σαν τα καταφέρεις και βγεις γερός άλλος φόβος σε συνεπαίρνει. Απλώνεις στην κουβέρτα την απόχη, βλέπεις κατάματα τον καπετάνιο και τον κολαουζέρη και πασκίζεις ν' αρπάξεις απ' την ματιά τους την αστραπή για να καταλάβεις αν είναι φχαριστημένοι. Μα που τέτοια χάρη. Πάντα βλαστημούν και πολλές φορές ο καπετάνιος σηκώνει τη χέρα και την κατεβάζει στα μούτρα του δύτη. Έτσι, μέρα με τη μέρα η σάρκα του κορμιού μας ήρτε και αδυνάτισε από το ανθρακικό οξύ. Λιώσανε τα ξύγκια και τα νεύρα και τότες είπαμε να πιάσουμε στεριά, να κάτσουμε δυό τρεις μέρες και ν' ανασάνουμε.

........................................................................................................................................................................................................

Την άλλη μέρα, συνέχισε, από τ' άγρια μεσάνυχτα βρισκούμασταν πάλι στην κουβέρτα. Ο πουνέντης κατέβαινε ορμητικός από το ανοιχτό πέλαγο και σήκωνε τα κύματα. Και σαν πάρει εκεί να φυσήξει ξέρεις τι γίνεται; "Της Μπαρμπαριάς τα κύματα, της Μπόμπας το κανάλι..." Ωστόσο, που λες, εμείς σαλπάραμε κι ανοιχτήκαμε, μα τα κύματα όλο μας πόδιζαν και μας έσπρωχναν κατά την ξέρα. Ο καπετάνιος πήρε το καγκαβί και τόριξε στη θάλασσα. Για λίγο ακόμα τα κύματα μας έσυραν, ώσπου το σουβλερό καγκαβί ζάτησε σε πέτρα, κόρδισε το σκοινί και το τρεχαντήρι στεριώθηκε. Ο ήλιος μόλις είχε φανεί, όμως κάτι πράσινα και σκούρα νέφη το ζώναν και του κόβαν το χαμογέλιο. Τα πάντα είχανε νεκρική χλωμάδα. "Άντε Θωρή, κάνε την αρχή", φώναξε ο κολαουζέρης, ξεσκύβοντας απ' το καίκι. Κάθε φορά την αρχή λέει ο νόμος της μηχανής την κάνει πάντα αυτός πούχει πατέρα και μάνα στη ζωή. Κι εγώ δεν είχα κανένα. Ας είναι είπα και σκέφτηκα: "Το νου σου Θωρή". Άρπαξα το φόρεμα και το φόρεσα. Ο κολαουζέρης έκανε τον άγριο: "Άντες μωρέ και μας νύχτωσες, φράφκικο αντίδερο". Στυλώθηκα μπροστά του και τον εσκέπασα με το κορμί. "Δάγκωσε την γλώσσα σου, του λέω, μην σου την κόψω. Θαλασσινός είσαι ρε συ ή τυροκόμος;". Αυτός ζορίστηκε κι άπλωσε τη χέρα ν' αρπάξει κάνα ξύλο, μα πλάκωσε ο καπετάνιος και τον άρπαξε. Μετά γύρισε σε μένα με το ήμερο: "Άντες Θωρή λεβέντη μου, να βγάλουμε τα χασομέρια. Άντες γιέ μου". Τα λόγια του καπετάνιου με γλύκαναν και μ' έφεραν στο φιλότιμο. Αρπώ την περικεφαλαία και την χώνω στο κεφάλι.

Σαν πιάστηκα στην σκαλίτσα για να πέσω στη θάλασσα, μου 'ρθε ξαφνικά στο νού το τραγούδι: "Η μηχανή 'ναι η μάνα μας κι η ρόδα η αδελφή μας, και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας". Και για πρώτη φορά δείλιασα. Ν' ανεβώ; σκέφτηκα, μα πάλι ντροπιάστηκα να δω τον καπετάνιο στα μάτια. Τι θάλεγε ο άνθρωπος; Έπεσα λοιπόν και βυθίστηκα. Σαν πάτωσα, καμπούριασα κομάτι κι άρχισα να περπατώ πάνω στα γλιστερά φύκια αναγυρεύοντας σφουγγάρια. Και ξαφνικά ακούω ένα βρόντο. Φουρνέλο ή δυναμίτης; Κι αμέσως άλλος... άλλος... Σηκώνω τα μάτια και τι να δω; Μιλιούνια και μιλιούνια οι καλόγριες, μαύρες, μικρούλικες να τρέχουν τρομαγμένες. Σκυλόψαρο, είπα και λεφτόδρωσα. Κάθισα στη λάσπη κι αγνάντευα. Και στο μινούτο φάνηκε το θηριό. Πέρασε από πάνω μου και σκέπασε την καρίνα της τρεχαντήρας. Ρουφούσε μέσα του το νερό και τόφτυνε με τέτοιο κρότο σα νάτανε σπηλιά πούπεφτε μέσα της το κύμα και βρόνταγε. “Αμάν θεέ μου”, είπα, χάθηκα. Λίγο ν’ εγγίξει το μαρκούτσο τόκανε κομάτια κι ο Θωρής θα μείνει στον πάτο αμανάτι. Και τώρα σαν ηχώ της σκέψης μούρθαν τα λόγια του τραγουδιού….. “ Και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας”. Πανάθεμα, είπα, για επάγγελμα. Αρπώ στα χέρια το σκοινί και τραβώ πολλές φορές απανωτά: “Ψάρι, λάσκα να μείνω”.

Αφού πέρασε κανά λεφτό πάλι τραβώ το σκοινί τρεις βολές τραβηχτά και πολλές γλήγορα: “Ανοίχτε τα μάτια σας, κίντυνος – θάνατος”. Ζήταγα ζωή από το δήμιο μου. Τέτοιος είναι ο άνθρωπος. Άμα χάσει τη δύναμη του χάνει και την ψυχραιμία του. Ωστόσο το σκυλόψαρο έκοβε βόλτες ολόγυρα. Στρόφιζε την μαύρη του ουρά σαν έλικας βαποριού και μια βρισκόταν απάνω απ’ το κεφάλι μου και μια πέρα μακριά. Ολοένα είχε ανοιχτό το φουρνίσιο στόμα, ρουφούσε και ξερνούσε δέρνοντας και φτύνοντας τα νερά. Ο λάρυγγας του κατακόκκινος, σα σφαμένο ζωντανό, και τα σουβλερά, κάτασπρα δόντια τουάστραφταν και σου φέρνανε σύγκρυο. Το κεφάλι του χοντρό, σαν καζάνι, πλατσωτό από πάνω και σουβλερό από μπροστά και το σταχτί του κορμί χοντρό σαν τον κορμό βελανιδιάς. Από πάνω χτυπάνε τρεις βολές: “Τι κάνεις; έβγα πάνω”. Που εγώ. Λιγάκι να ξεμύτιζα θα μ’ έκοβε σαν αγγούρι. Γιατί, ξέρεις, το σκυλόψαρο μόνο από κάτω σ’ αδράχνει. Όσο στέκεσαι στο βυθό είσαι καλά. Το στόμα του είναι κατεβασμένο και δεν μπορεί να σε πειράξει. Η ώρα πέρναγε. Οι ροδάδες γύριζαν απάνω την ρόδα δρωμένοι κ’ εγώ ρουφούσα το καφτερό οξυγόνο κι ολοένα το καταραμένο το τραγούδι κλωθογύριζε στο νου και με βασάνιζε… “και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας”. “Θωρή, σκεφτόμουνα, πάνε τα ψέμματα. Αντίο νιάτα, αντίο Ελίζα, αντίο μαστέλο”. Και θυμήθηκα όλα, όλα Γιώρζη…. Τη φιλία μας, τα λόγια μας, τις επιθυμίες μας, όλα Γιώρζη, τα μικροέργατα, ως και τη συκαμινιά και τις κλωτσιές που σου τραβούσα για να ξυπνήσεις, Γιώρζη, είπε σιγά κ’ η φωνή του είχε κάτι το κλαψάρικο. Τα δάκρυα μου ‘ρθανε στα μάτια και δύο ποταμάκια κυλήσανε απ’ τα ρουθούνια.

Κοίταξα λοξά το Θωρή. Αυτός είχε γυρισμένο το λιγνό, κίτρινο μούτρο και τα βλέφαρα του πεταλούδιζαν. Ο περήφανος Θωρής έκρυβε τα δάκρυα.

-- “ Μα ως πόση ώρα μπορεί να μείνει ο μηχανικός στη θάλασσα;” ρώτηξα εγώ για να κόψω τη θλιφτική σιγή.

-- Ξέχασα να σου πω, είπε ρουφώντας τα νερά που τρέχαν απ’ τη μύτη του, πως ήτανε ρηχά, ως δώδεκα – δεκαπέντε οργιές. Κι άμα τα νερά είναι ρηχά ο δύτης μπορεί να μείνει κάτω πολλές ώρες. Καθόμουνα λοιπόν κ’ έβλεπα ολοένα το φως του ήλιου να δυναμώνει, να φωτίζει κάτω και τα πιο μικρά πραματάκια και σιγά – σιγά πάλι να ξεφωτίζει, να σβήνει τη χαρά και το χαμογέλιο από παντού. Ο ήλιος έγερνε στο σπήλιο του. Το ψάρι, τόρνα – ξετόρνα, γύριζε απάνω μου μ’ ολοένα μεγαλύτερους κύκλους, ώσπου σβηστήκανε πιά όλα τα καντήλια και βρέθηκα σα νεκρός στον τάφο του. Καθόμουνα πότες τσιδά, πότε αλλιώς τεντώνοντας τα χέρια και τα πόδια να ξεμουδιάσω. Με τον καιρό ξεθάρεψα, το πήρα στο αστείο κι άρχισα το τραγούδι: “Να ‘χα μαχαίρι Κρητικό να τρύπαγα τον τοίχο…

-- ” Θυμητικό, είπα και γέλασα ξεπίτηδες δυνατά για να φέρω λίγη χαρά.

-- Και μόνο αυτό ! Θυμόμουνα σου λέω Γιώρζη πράματα και πράματα. Και ξαφνικά τ’ είταν εκείνο; διαμαντικά που χυνόντουσαν; αστραπές π’ αστράφτανε; τα στοιχειά της θάλασσας γλεντοκοπούσαν και ρίχνανε βεγγαλικά; Το θηρίο κοντοζύγωνε πάλι και το ρούφημα και το φτύμα του νερού τόκανε να φωσφορίζει και να γυαλοκοπά. Ζάρωσα τρομαγμένος και μονομιάς μου κόπηκαν συλλοές και τραγούδια… Κι άλλες βολές με σταύρωσε ψάρι, μα δεν με κράτησε παραπάνω από δύο ώρες. Όμως αυτό ήταν άλλο πράμα, λες κι ήταν βαλμένο από τον κολαουζέρη, είπε κι ανακάθησε νευρικά.

-- Πως τα κατάφερες τέλος πάντων και ξεγλύτωσες; ρώτησα περίεργα.

-- Ε, ως εκεί είτανε. Βολτάρησε ακόμα κανά δυό βολές κ’ ύστερις ησυχία και σκοτάδι. Ούτε κρότος ξανακούστηκε, ουδέ φωσφόρισμα φάνηκε. Άρπαξα το σκοινί και χτύπησα συνθηματικά κλείνοντας εφτύς τη βαρβάρα. Το φόρεμα φούσκωσε και πετάχτηκα πάνω.

Οι άνθρωποι ως μέδανε, βάλανε χαρούμενες φωνές και γέλια. Άλλοι μ’ αγκάλιαζαν κ’ άλλοι μ’ αρώταγαν απανωτά και μόνο ο κολαουζέρης μας είταν αγέλαστος σαν κολιός. Ο καπετάνιος σίμωσε χαμογελαστός, άπλωσε το χέρι στον ώμο μου κ’ είπε μισοκοροιδευτικά: “Ε, τι χαμπάρια Θωρή, απ’ τον κάτω κόσμο;” Τέτιο χάδι πρώτη βολά τόκανε σε δύτη. Καλός άνθρωπος ο καπετάνιος, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται. Ποτές δεν μου κακομίλησε. Να, μόνο κομάτι αχαμνός έπεφτε, τον έσερνε ο κολαουζέρης απ’ τη μύτη. Αν δεν ήτανε κι έτσι, είπε κρυφοστενάζοντας ύστερ’ από λίγη ώρα, και δεν άφηνε το κουμάντο στον κολαουζέρη θάμουνα κ’ εγώ τώρα αλλιώς.

-- Θυμάσαι που σούλεγα να μην πας δύτης;

-- Δεν μπορούσα να μην πάω, μ’ έκραζε το αίμα μου. Θα μου πεις: Μετάνοιωσες, έτσι ‘ναι τώρα καλά που βρίσκεσαι σακάτης; Μετάνοιωσα, ξεμετάνοιωσα δεν έχει. Άμα γιάνω πάλι δύτης θα πάω. Σου λέω, με τραβά το αίμα μου. Εγώ τώρα όσο και να γιάνω, λέει πάλι λυπημένα, θα κουτσαίνω και τα πόδια μου ολοένα θα τρεμουλιάζουν. Μονάχα κάτω στη θάλασσα, που το ρέμα κ’ η πίεση σβήνουνε το πιάσιμο θα περπατώ άνετα. Και τότε ποιος θα μ’ εμποδίσει να νιώσω τη χαρά της λεύτερης περπατηξιάς; φώναξε δυνατά και με κοίταξε με γουρλωμένα και χαρούμενα μάτια. “ Κακόμοιρος ο άνθρωπος” σκεφτόμουνα ακούγοντας τον. Όσο είναι γερός κρατιέται απάνω στη δύναμη του και δεν λογαριάζει τίποτις κι ούτε νοιώθει τίποτις. Κι άμα αποχαμνήσει και σπηλιώσει, γίνει δηλαδή κουφάρι άψυχο αδράχνεται απ’ την ελπίδα και δώστου ο νους του κάνει ολοένα χαρούμενα όνειρα και παιγνιδίσματα.

Πάλι βυθιστήκαμε στα όνειρα και μας πλάκωσε η θλίψη.

-- Και λοιπόν, του κάνω για να φέρω την κουβέντα, πως πιάστηκες δε μούπες.

-- Θα σου πω, είπε, θα σου πω με τη σειρά. Σαν περάσανε λοιπόν τα ρωτήματα και οι εντύπωσες ο καπετάνιος μας είπε: “Άντε τώρα παιδιά να φάμε, γιατί μια που η νύχτα είναι σκοτεινή κ’ η λεωνάδα καργάρει, κάλιο να μείνουμε ράντα να μην πάθουμε καμιά αβαρία”. Φουντάραμε λοιπόν και την άλλη άγκυρα, γιατί η λεωνάδα, που στο ηλιόγερμα είχε μαγγάρει, δυνάμωνε πάλι τώρα και ξεφύσαγε στα γιομάτα. Καθήσαμε στο σουφρά και φάγαμε αμίλητοι το συνηθισμένο καβουρμά και τη μπαζίνα κι ύστερα στοχαστικοί και κουρασμένοι καπνίζαμε το τσιγαράκι μας. Ο καπετάνιος πούτανε πλάι μου λέει: “Μην πέσεις στη θάλασσα αύριο Θωρή, ως να συνέρτεις κομάτι”. Μ’ έπνιξε το φιλότιμο. “Τι να συνέρτω του κάνω, μπας κι είναι η πρώτη βολά που θα μ’ αρεστάρει το ψάρι;” Όμως τόνιωθα πως τούτη τη βολά δεν είτανε το ίδιο. Καταλάβαινα τον εαυτό μου κουρασμένο και νευρικό. Τέλος πάντω, σαν ξημέρωσε ο θεός τη μέρα, μ’ αφρούς και καπνιστά, σαλπάραμε και σηκώσαμε το πανί μουδαρισμένο κι αφού σκατζάραμε ανοιχτά και φύγαμε απ’ τον ψαρότοπο, για να ξεφοβηθούν οι άνθρωποι, είπαμε πάλι να δοκιμάσουμε το φόρεμα. Οι κουπάδες γυρίσανε την πλώρα κατά το ρέμα και με τα κουπιά αναβαστούσανε το τρεχαντήρι. Οι ροδάδες αρχίσανε να δίνουν αγέρα και τότε ο δύτης φοράει την περικεφαλαία και πέφτει. Ο άνθρωπος του κολαουζέρη καθισμένος στο γράδο αρχίζει να φωνάζει: “Είκοσι τέσσερις, είκοσι πέντε…” δηλαδή οργιές. Τώρα μπορεί νάτανε και τριανταπέντε, μα ποιος έχει το δικαίωμα να κοιτάξει και ν’ αντιμιλήσει; Μόνο ο κολαουζέρης και ο καπετάνιος, αμ’ αυτώνε συφέρο τους είναι να βουτάει ο μηχανικός πιο βαθιά και να τους φέρνει πιο πολλά. Ας είναι, αυτό είναι άλλη κουβέντα. Η ώρα περνά, βιράρουν, ανεβαίνει ο δύτης με την απόχη αδειανή. Τόνε βλέπει ο κολαουζέρης κι αφρίζει σαν τον πουνέντε. “Την ψυχή σου, το καντήλι σου, κερατά, αχαίρευτε. Άντες σκάντζα ν’ ανοιχτούμε”. “Σκάντζα ν’ ανοιχτούμε” φωνάζει σαν ηχώ ο καπετάνιος.

Ανοιγούμαστε ως μισή ώρα και ξαναδοκιμάζουμε. Τα νερά σκουρογάλαζα. Θάτανε 40 – 45 οργιές. Και πάλι ο άνθρωπος στο γράδο τραγουδάει: “Τριανταδύο με τριαντατρείς, τριαντατρείς…” Κερατάδες, λέω μέσα μου, μας πήρατε για ψοφίμια. Ωστόσο οι άνθρωποι του κουμάντου είχαν και το δίκιο τους. Τρεις ολόκληρες μέρες καθησιό και τρεις αδουλεψιάς. Κι όσο η τύχη πάει κόντρα, τόσο ο πλεονέκτης αγριεύει και γκρινιάζει. Κι όσο γκρινιάζει, τόσο η τύχη πάει κόντρα. Ανεβαίνει κι άλλος με την απόχη άδεια. Μόνο στα χέρια κρατούσε ένα μεγάλο σφουγγάρι με μπόλικο κοκκινόξανθο χορτάρι. Αρπάζει ο κολαουζέρης το σφουγγάρι, βλαστημά και το ξετάζει. Κοπάδικο, λεφτορούθουνο και φορμάδο, κοντά οκά, μα απ’ την πάντα, με το τράβηγμα είχε σκιστεί. Άχρηστο δηλαδή για φόρμα, μόνο για μετζάνες θάκανε στον έμπορα. Όσο και να πεις έχανε την αξία του.

-- “Ένα σφουγγάρι ρε έπιασες γρουσούζη”, μουγκρίζει ο καπετάνιος και του κατεβάζει τη σφακελιά στα μούτρα, “ ένα κι αυτό σκισμένο;”

-- “Τι φταίω γω” κάνει κείνος δειλά φχαριστημένος που δεν έφαγε κι άλλες. “Είτανε ζόρικο και σκίστηκε στο τράβηγμα”.

-- “Θάχει μπόλικο πράμα” λέει ο κολαουζέρης στον καπετάνιο, “κοίταξε το κατσαρόβρυο” και του δείχνει το χορτάρι.

-- “ Βέβαια και θάχει” λέει ο καπετάνιος “αφού έχει κατσαρόβρυο. Ρίξε το καγκαβί να μην χάσουμε τον μπάγκο”.

-- “Αντε Θωρή, τράτα” λέει πάλι ο κολαουζέρης και με βλέπει τάχατες φιλικά, “άντε να μας αποφανερώσεις λεβέντη μου”. Το φίδι έκρυβε το φαρμάκι του.

-- “Ας το Θωρή” λέει ο καπετάνιος, “βάλε άλλον”.

-- “Τι, για χατήρια είμαστε τώρα” μουρμουρίζει ο κολαουζέρης, “δεν βλέπουμε τα χάλια μας. Αν πάλι είμαστε για χατήρια να το ξέρω”.

Σηκώνουμαι πάνω κι αρπάζω αμίλητος το φόρεμα. Έτρεμα απ’ το κακό μου. “Παλιόσκυλο θα σε συγυρίσω εγώ…” μουρμουρίζω. Και να που τα ‘φερε ο διάολος και με συγύρισε για καλά, είπε ξανά σε λίγο.

Εγώ με την ιδέα πως δεν θα βούταγα, είχα καφαρτίσει και το στομάχι μου βάραινε. Χώρια αυτό, απ’ το πρωί ολοένα κάπνιζα και μου ερέθιζε τα πνευμόνια. Ετοιμάζουμαι και πέφτω. Κατεβαίνω, κατεβαίνω, και τελειωμό δεν έχει. Μια φορά είπε κι έσωσε. Χαμοσκύβω και ψάχνω. Τ’ είτανε κείνο! Όπως στο μποστάνι φυτρώνει το καρπούζι έτσι σπαρμένο το σφουγγάρι. Αρπώ ένα – ένα, το ξεριζώνω και στην απόχη. Ήρθε και γιόμισε η απόχη και ξεχύλισε. Αρπώ το σκοινί και τραβώ τέσσερις φορές καθαρά και δυνατά. “Βγάλτε με απάνω”. Αυτός ο άτιμος αντί να μ’ ανεβάσει μου κατεβάζει κι άλλη απόχη. Τι να κάνω; Ξαναχτυπώ άλλες τέσσερις βολές και περιμένω. Τίποτις. Βρε, λέω, πεσκέσι θα μείνω και κόχλασα από λύσσα. Το αίμα μου πήγε κι ήρτε και με ζάλισε. Κλείνω τη βαρβάρα κι ότι θέλει ας γίνει. Πετιέμαι απάνω. Σα μου βγάλανε την περικεφαλαία και τα βαρίδια μονομιάς ρίχτηκα στον κολαουζέρη.

-- “ Κερατά, πληρώθηκες να μου φας το μάτι;” του φωνάζω και τον αρχίζω στο ξύλο. Πέσανε από το πλήρωμα και μας χώρισαν. – “Τι έγινε;” ρωτά ο καπετάνιος.

-- “ Τι, τι έγινε; Του χτυπώ δυό – τρεις βολές: Βγάλε με απάνω. Κι αυτός μου κατεβάζει την απόχη”.

-- “ Μ’ αυτός παραπονιότανε που αργούσες. Του χτύπαγες λέει μια και τρεις και σου κατεβάζει άλλη απόχη.

-- “ Τον σκατοψεύτη… θέλει να με ξεβγάλει. Μα το Θωρή τον φοβάται η θάλασσα. Θα του δείξω εγώ.”

Αυτό πρόλαβα να πω βγάζοντας το φόρεμα. Και ξαφνικά ένας δυνατός πόνος με δάγκωσε μπρος-πίσω. Μονομιάς μέσα μου κάτι γκρεμίστηκε και κυλίστηκα κουλουριασμένος. Μαχαίρι κοφτερό χωνόταν και μ’ έσκιζε κι άθελα μου κυλιέμαι μουγκρίζοντας σα βόδι που το σφάζουν.

-- “ Οξυγόνο… οξυγόνο”, φωνάζει ο καπετάνιος, κι απ’ την λύπη του τάχε χαμένα.

Πέφτει το τσούρμο απάνω μου, με τεντώνουν, μου ξαναβάζουν το φόρεμα και με ρίχνουνε στην θάλασσα. Εκεί ανάμεσα στα ρέματα, έμενα κοντά μια ώρα. Κι όταν με τράβηξαν απάνω, πάλι τα ίδια. Ο πόνος που μου μαχαίρωνε τα νεφρά δυνάμωνε και με κουβάριαζε.

-- “ Αυτά είναι”, είπε και σώπασε. Πάλι σε λίγο ξαναμίλησε ανόρεχτα. “ Τ’ άλλα τα ξέρεις. Σαλπάραμε και φτάξαμε στη Ντέρνα. Εκεί με πήγανε στο νοσοκομείο μου δώκανε κιν-κίνα και καθάρσιο κι άρχισα να βγάζω αίμα κοντά εικοσιτέσσερις ώρες. Στο νοσοκομείο κάθησα έξι μήνες… και τι τράβηξα… αστα να πάνε στο διάολο…

Πέρασε κάμποσος καιρός και κανένας δεν μίλησε. Κείνος βυθίστηκε στις σκέψεις του κ’ εγώ αμίλητος έκλαιγα το φίλο καταπίνοντας τα δάκρυα μου.” ………….

Link to comment
Share on other sites

Create an account or sign in to comment

You need to be a member in order to leave a comment

Create an account

Sign up for a new account in our community. It's easy!

Register a new account

Sign in

Already have an account? Sign in here.

Sign In Now
×
×
  • Create New...