Jump to content
Shipfriends

Ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού. (Απόσπασμα)


Recommended Posts

Ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού''.

του Ερικ Φόσνες Χάνσεν, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

''...Όλοι οι άντρες στο χωριό μου ήταν ψαράδες, εκτός από τον παπά, τον ταβερνιάρη και τον μπακάλη.

Αν κι ο ταβερνιάρης έδινε κι αυτός ένα χεράκι στο καίκι του πατέρα μου, όταν χρειαζόταν. Λείπανε μέρες

πολλές στην θάλασσα, τα ψαροκάικα. Οι ψαράδες φορούσαν νιτσεράδες και κουκούλες και ψηλές ψαράδικες

μπότες. Θεούλη μου, πως ήτανε, όταν γύριζαν πίσω... όλο αίματα απ' τα ψάρια, βρόμα, λάσπη. Τα πρόσωπα

τους μαυρισμένα. Τα μαλλιά κόκαλο από τ' αλάτι. Τις Κυριακές όμως φορούσαν κάτασπρα πουκάμισα και

πήγαιναν στην εκκλησιά. Θεοσεβούμενοι όλοι τους. Τα πρόσεχαν πολύ αυτά τα πράγματα.

Ο Νταβίντ χαμογέλασε άθελα του: ''Μου φαίνεται πως του Τζέισον δεν θα του πολυάρεσε αυτό.''

Έχεις στο μυαλό σου αυτό που είπε σήμερα το πρωί μετά τις ιστορίες του Ζωρζ; Ναι, ναι. Ο Τζέισον δεν μπορεί

να καταλάβει πως για τον ψαρά... πως για τον ψαρά εκεί έξω, στο μαύρο πέλαγος όπου θαλασσοδέρνεται με

το βαρκάκι του, δεν υπάρχει τίποτα να κρατηθεί. Μονάχα το μυαλό του κι ο θεός. Το μυαλό μπορεί να σε πάει

πολύ μακριά, έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Όπου όμως δεν φτάνει πια το μυαλό σου, πρέπει να στηριχτείς

στο θεό. Για βάλε με το νου σου, ν' αναποδογυρίσει η βάρκα σου εκεί έξω... ναι, εκεί έξω, στην ελευθερία.

Στην ανοιχτή θάλασσα. Τι να σου κάνει τότε το μυαλό σου; Όταν το πανί είναι άχρηστο πια και τα κύματα χύνονται

μέσα στο πλεούμενο πιο γρήγορα απ' όσο μπορούν οκτώ άντρες να τ' αδειάζουν; Πολλοί απ' αυτούς δεν

καταφέρνουν να γυρίσουν στη στεριά. Όχι, εκεί έξω τον χρειάζεσαι το θεό. Αλλά δε σταματάς και ν' αδειάζεις

τα νερά. Όχι βέβαια.

Έχω κάνει ψαράς κι έχω κάνει ναυτικός. Έφυγα γρήγορα απ' το σπίτι μου. Και είδα με τα μάτια μου πως είναι

παντού το ίδιο, παντού όπου ο άνθρωπος ζει κοντά στη θάλασσα, μαζί με τη θάλασσα. Το ίδιο γίνεται στα

μεγάλα καράβια του εμπορικού στόλου, το ίδιο και στις τράτες των ψαράδων. Εκεί έξω, όταν οι τράτες ξανοίγονται

και χάνονται στην ομίχλη, χτυπάνε τα καμπανάκια για να ειδοποιούν τα άλλα πλεούμενα. Η ομίχλη είναι πηχτή και

άσπρη και αδιαπέραστη κι από παντού ακούς καμπανάκια.

Θυμάμαι όμως πολλούς στο χωριό μου, που τη μισούσαν τη θάλασσα. Ήταν ένας, που τις νύχτες πριν σαλπάρει

δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Είχε ναυαγήσει κάποτε μ' ένα μικρό καίκι κι είχε περάσει όλη τη νύχτα μαζί με τον

αδελφό του καβάλα στις σανίδες του αναποδογυρισμένου σκαριού τους, ώσπου να τους βρουν και να τους

μαζέψουν το άλλο πρωί. Ο αδελφός του είχε πεθάνει, αλλά κρατιούνταν τόσο σφιχτά ο ένας απ' τον άλλον, που

οι άντρες του ναυαγοσωστικού δυσκολεύτηκαν πολύ να χωρίσουν τον ζωντανό απ' τον πεθαμένο. Από τότε

κι ύστερα φοβόταν να ξαναβγεί στο πέλαγος. Όλοι φοβόντουσαν γιατί ξέρανε τι μπορούσε να τους συμβεί. Κι όμως,

βγαίνανε, και ξαναβγαίνανε, με τις ίδιες πάντα βρισιές στην άκρη της γλώσσας τους.

Ο Τζιμ σούφρωσε τα χείλια του σε μια αυστηρή σκεφτική γκριμάτσα. '' Όχι, ο Τζέισον δεν ξέρει τι λέει. Φτάνει μια

φουρτούνα, ένα ναυάγιο, κι όποιος δεν έχει Θεό, βρίσκει τότε. Από ανάγκη. Από καθαρή ανάγκη.''

Link to comment
Share on other sites

Create an account or sign in to comment

You need to be a member in order to leave a comment

Create an account

Sign up for a new account in our community. It's easy!

Register a new account

Sign in

Already have an account? Sign in here.

Sign In Now
×
×
  • Create New...